αιθυλενογλυκόλη

αιθυλενογλυκόλη
Οργανική ένωση του τύπου CH2(OH)-CΗ2ΟΗ) Λέγεται και αιθυλεναλκοόλη ή απλώς γλυκόλη. Είναι άχρωμο υγρό λίγο δυσκίνητο, με γλυκιά γεύση και ειδικό βάρος 1,125(0). Βράζει στους 197-197,5° και όταν θερμανθεί, διαλύει εύκολα τα αλκάλια. Η άνυδρη α. απορροφά, όταν εκτεθεί στον αέρα και σε διάστημα δύο εβδομάδων, νερό που αντιστοιχεί στο 60% του βάρους της. Με οξείδωση και ανάλογα προς το οξειδωτικό μέσο παρέχει γλυκολαλδεΰδη, γλυκολικό οξύ, γλυαξάλη, γλυοξυλικό οξύ ή οξαλικό οξύ. Όταν ενωθεί με το υπεροξείδιο του μολύβδου, σε αλκαλικό διάλυμα, παρέχει μυρμηκικό οξύ και εκλύει υδρογόνο. Χρησιμεύει για την παραγωγή διαφόρων επιστημονικών παρασκευασμάτων και θεραπευτικών ουσιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυγλυκόλη — η, Ν (χημ. τεχνολ.) μακρομοριακή ένωση που παράγεται κατά την επίδραση αιθυλενοξειδίου στην αιθυλενογλυκόλη παρουσία ενός βασικού καταλύτη και χρησιμοποιείται για την παρασκευή τασιενεργών υλικών, απορρυπαντικών, διαβρεκτικών μέσων,… …   Dictionary of Greek

  • πολυεστέρας — ο, Ν (χημ. τεχνολ.) 1. συν. στον πληθ. οι πολυεστέρες συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, που παράγονται με ποικίλες αντιδράσεις, όπως είναι η πολυσυμπύκνωση μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ, η πολυσυμπύκνωση ενός διεστέρα με μια… …   Dictionary of Greek

  • υδροξυαιθυλοκυτταρίνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών μονοαιθέρων τής κυτταρίνης με την αιθυλενογλυκόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydroxyethylcellulose] …   Dictionary of Greek

  • αιθυλενοξείδιο — Εσωτερικός αιθέρας της αιθυλενογλυκόλης, που παρασκευάζεται με την προσθήκη σταγόνων οξικού β χλωριαιθυλίου Cl CH3 CH2 Ο CO CH3 σε μείγμα καυστικού καλίου με μορφή σκόνης και άμμου. Λέγεται και οξιδοαιθάνιο. Πρόκειται για αέριο που μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”